- προσωθώ
- (ε) μετ. толкать вперёд, подталкивать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προσωθώ — προσωθῶ, έω, ΝΜΑ·1. σπρώχνω προς κάτι ή προς τα εμπρός («τὸν ἱεροσυλίας ἔνοχον... ἅπαντες προσωθοῡσιν εἰς τὸν ὄλεθρον», ΠΔ) 2. (κατά τον Ησύχ.) «προσωθεῑται προστρίβεται». [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὠθῶ «σπρώχνω»] … Dictionary of Greek
προσώθηση — η, Ν [προσωθώ] η προς τα εμπρός ώθηση, προώθηση … Dictionary of Greek